- κλινοπετής
- κλινοπετής, -ές (AM)κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι' άρρωστίαν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ-πετής, ουρανο-πετής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλινοπετής — κλῑνοπετής , κλινοπετής bed ridden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινοπετῆ — κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινοπετεῖς — κλῑνοπετεῖς , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc pl κλῑνοπετεῖς , κλινοπετής bed ridden masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινοπετέα — κλῑνοπετέα , κλινοπετής bed ridden neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κλῑνοπετέα , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινοπέτεια — κλινοπέτεια, ἡ (Μ) [κλινοπετής] το να είναι κάποιος κλινήρης, κατάκοιτος … Dictionary of Greek
κλινοπετοῦς — κλῑνοπετοῦς , κλινοπετής bed ridden masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινοπετέι — κλῑνοπετέϊ , κλινοπετής bed ridden dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)